- ἐκριζωτής
- -οῦ ὁ N 1 0-0-0-0-1=1 4 Mc 3,5rooter-out, destroyer; neol.
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
ἐκριζωτής — rooter out masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκριζωτής — ο (AM ἐκριζωτής) αυτός που ξεριζώνει ή καταστρέφει κάτι νεοελλ. όργανο για την εκρίζωση … Dictionary of Greek
ἐκριζωταί — ἐκριζωτής rooter out masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)